Για καφέ πήγα μια μέρα
να τον πιω σ’ ένα τσαντίρι
και τη μοίρα μου να ακούσω
αλλά είχαν πανηγύρι.
Βρε χαρές και πανηγύρια
κάτι τρέχει στα τσαντίρια,
κάτι τρέχει στα τσαντίρια
βρε χαρές και πανηγύρια.
Στα καινούργια τους ντυμένοι
όλοι ήταν στα μεράκια
και χορεύαν τσιφτετέλι
γυφτοπούλες και γυφτάκια.
Βρε χαρές και πανηγύρια
κάτι τρέχει στα τσαντίρια,
κάτι τρέχει στα τσαντίρια
βρε χαρές και πανηγύρια.
Μόλις μπήκα στο τσαρδί τους
άρχισα και να γουστάρω,
χόρεψα κι εγώ μαζί τους
και με κάναν και κουμπάρο.
Βρε χαρές και πανηγύρια
κάτι τρέχει στα τσαντίρια,
κάτι τρέχει στα τσαντίρια
βρε χαρές και πανηγύρια.
|
Gia kafé píga mia méra
na ton pio s’ éna tsantíri
ke ti mira mu na akuso
allá ichan panigiri.
Ore charés ke panigiria
káti tréchi sta tsantíria,
káti tréchi sta tsantíria
vre charés ke panigiria.
Sta kenurgia tus ntiméni
óli ítan sta merákia
ke chorevan tsiftetéli
giftopules ke giftákia.
Ore charés ke panigiria
káti tréchi sta tsantíria,
káti tréchi sta tsantíria
vre charés ke panigiria.
Mólis bíka sto tsardí tus
árchisa ke na gustáro,
chórepsa ki egó mazí tus
ke me kánan ke kubáro.
Ore charés ke panigiria
káti tréchi sta tsantíria,
káti tréchi sta tsantíria
vre charés ke panigiria.
|