Απόψε σε θυμήθηκα
και ώρες σιγοκλαίω
κι όπως ο πόνος μ’ έσφιξε, μ’ έσφιξε,
το όνομά σου λέω.
Κέρνα με πίκρα, κέρνα με
το δυνατό κρασί σου,
κι όταν πνίξουν οι λυγμοί
θα κυλιστώ μαζί σου.
Γεμίζω το ποτήρι μου
απ’ το πικρό μου δάκρυ,
δεν έχει η θλίψη τελειωμό, τελειωμό
κι ο στεναγμός μου άκρη.
Κέρνα με πίκρα, κέρνα με
το δυνατό κρασί σου,
κι όταν πνίξουν οι λυγμοί
θα κυλιστώ μαζί σου.
Απόψε σε θυμήθηκα
και σκίζετ’ η καρδιά μου
και στο τραγούδι προσπαθώ, προσπαθώ,
να βρω παρηγοριά μου.
Κέρνα με πίκρα, κέρνα με
το δυνατό κρασί σου,
κι όταν πνίξουν οι λυγμοί
θα κυλιστώ μαζί σου.
|
Apópse se thimíthika
ke óres sigokleo
ki ópos o pónos m’ ésfikse, m’ ésfikse,
to ónomá su léo.
Kérna me píkra, kérna me
to dinató krasí su,
ki ótan pníksun i ligmi
tha kilistó mazí su.
Gemízo to potíri mu
ap’ to pikró mu dákri,
den échi i thlípsi teliomó, teliomó
ki o stenagmós mu ákri.
Kérna me píkra, kérna me
to dinató krasí su,
ki ótan pníksun i ligmi
tha kilistó mazí su.
Apópse se thimíthika
ke skízet’ i kardiá mu
ke sto tragudi prospathó, prospathó,
na vro parigoriá mu.
Kérna me píkra, kérna me
to dinató krasí su,
ki ótan pníksun i ligmi
tha kilistó mazí su.
|