Στραγγάλισε τις νύχτες που μυρίζουν γαλήνη
Σπάσε τις πόρτες όλες, τρέξε μακριά
Κι αν ξημερώσεις στο σφαγείο της μνήμης
κέρνα τους δαίμονες που σου τρώνε την καρδιά
Βυθίσου μέσα στα βρόμικα νερά της οδύνης
Γλείψε τις ρόδινες πληγές της χαράς
Αγκάλιασε ένα ξόανο που μόνο του πίνει
Μάζεψε αστρόσκονη απ’ τα γένια του Μαρξ
Αγάπησε κάτι αληθινό που ν’ αξίζει,
τη λάμψη μιας απελπισμένης τροχιάς
μια καταιγίδα που στα δυο σε σκίζει
το δηλητήριο μιας γυναίκας οχιά
Σ’ αυτήν την πονεμένη γη που βαδίζεις
ανέστιος, μόνος δίχως ελπίδα καμιά
γίνε παλμός κάποιας γιορτής που αρχίζει
και σπείρε τους εφιάλτες μιας χαμένης γενιάς
Τώρα που τίποτα δεν έχει απομείνει
μένει να βρούμε τη ζωή μας ξανά
Έλα να στήσουμε ένα ωραίο πανηγύρι
πάνω από την άβυσσο που χάσκει για μας
|
Strangálise tis níchtes pu mirízun galíni
Spáse tis pórtes óles, trékse makriá
Ki an ksimerósis sto sfagio tis mnímis
kérna tus demones pu su tróne tin kardiá
Oithísu mésa sta vrómika nerá tis odínis
Glipse tis ródines pligés tis charás
Agkáliase éna ksóano pu móno tu píni
Mázepse astróskoni ap’ ta génia tu Marks
Agápise káti alithinó pu n’ aksízi,
ti lámpsi mias apelpisménis trochiás
mia kategida pu sta dio se skízi
to dilitírio mias ginekas ochiá
S’ aftín tin poneméni gi pu vadízis
anéstios, mónos díchos elpída kamiá
gine palmós kápias giortís pu archízi
ke spire tus efiáltes mias chaménis geniás
Tóra pu típota den échi apomini
méni na vrume ti zoí mas ksaná
Έla na stísume éna oreo panigiri
páno apó tin ávisso pu cháski gia mas
|