Κι αν δεν είσαι από τζάκι,
λατρευτή μου αγάπη,
δεν είναι ντροπή,
η εργατική ποδιά σου,
σαν και την καρδιά σου,
είναι ακριβή.
Μες στη μουτζούρα και μες στην καπνιά
μοιάζεις με κρίνα και με γιασεμιά
κι αν είσαι αγαπούλα μου φτωχή
τα πλούτη τα ‘χεις μέσα στην ψυχή.
Γερά να είναι τα χρυσά μου χέρια
και θα στα χαρίσω όλα στη ζωή.
Στα σαλόνια τα μεγάλα,
μη νομίζεις πάντα,
πως θα βρεις χαρά,
μα η φτωχοκάμαρά μας,
από τη χαρά μας,
λάμπει και γελά.
Η ευτυχία, μάτια μου γλυκά,
δεν εξαρτάται από τα λεφτά,
κι αν είσαι αγαπούλα μου φτωχή
τα πλούτη τα ‘χεις μέσα στην ψυχή.
Γερά να είναι τα χρυσά μου χέρια
και θα σ’ τα χαρίσω όλα στη ζωή.
|
Ki an den ise apó tzáki,
latreftí mu agápi,
den ine ntropí,
i ergatikí podiá su,
san ke tin kardiá su,
ine akriví.
Mes sti mutzura ke mes stin kapniá
miázis me krína ke me giasemiá
ki an ise agapula mu ftochí
ta pluti ta ‘chis mésa stin psichí.
Gerá na ine ta chrisá mu chéria
ke tha sta charíso óla sti zoí.
Sta salónia ta megála,
mi nomízis pánta,
pos tha vris chará,
ma i ftochokámará mas,
apó ti chará mas,
lábi ke gelá.
I eftichía, mátia mu gliká,
den eksartáte apó ta leftá,
ki an ise agapula mu ftochí
ta pluti ta ‘chis mésa stin psichí.
Gerá na ine ta chrisá mu chéria
ke tha s’ ta charíso óla sti zoí.
|