Απ’ τη δική σου τη σκοπιά είν’ όλα ρόδινα,
λες και οι άνθρωποι χωρίζουνε ανώδυνα,
πολιτισμένα, έτσι δίχως φασαρίες,
με δίχως δάκρυα, φωνές και ιστορίες.
Κι έπεσε νύχτα
κι έπεσε κρύο,
όταν μου είπες πως χωρίζουμε οι δύο.
Κι έπεσε νύχτα
κι έσβησ’ η λάμπα,
τόση αγάπη που σου είχα πήγε τζάμπα.
Απ’ τη δική σου την πλευρά είν’ όλα σκόπιμα.
Αφού το θέμα δεν μπορείς να δεις ανθρώπινα
το καπελάκι σου στραβά και άντε, γεια σου!
Πάντα τα ήθελες εσύ όλα δικά σου.
Κι έπεσε νύχτα
κι έπεσε κρύο,
όταν μου είπες πως χωρίζουμε οι δύο.
Κι έπεσε νύχτα
κι έσβησ’ η λάμπα,
τόση αγάπη που σου είχα πήγε τζάμπα.
|
Ap’ ti dikí su ti skopiá in’ óla ródina,
les ke i ánthropi chorízune anódina,
politisména, étsi díchos fasaríes,
me díchos dákria, fonés ke istoríes.
Ki épese níchta
ki épese krío,
ótan mu ipes pos chorízume i dío.
Ki épese níchta
ki ésvis’ i lába,
tósi agápi pu su icha píge tzába.
Ap’ ti dikí su tin plevrá in’ óla skópima.
Afu to théma den boris na dis anthrópina
to kapeláki su stravá ke ánte, gia su!
Pánta ta ítheles esí óla diká su.
Ki épese níchta
ki épese krío,
ótan mu ipes pos chorízume i dío.
Ki épese níchta
ki ésvis’ i lába,
tósi agápi pu su icha píge tzába.
|