Κλαίει απόψε ο ουρανός, κλαίνε τα πουλιά
κι εγώ ψάχνω για να βρω μια θερμή αγκαλιά,
που την έχω χάσει και τη λαχταρώ,
απ’ τη στεναχώρια λιώνω και πονώ.
Αχ! λιώνω, διώξτε μου τον πόνο,
φέρτε τη χαρά μου, πάλι, στην καρδιά μου,
λιώνω, λιώνω.
Πώς θα γείρω μοναχός στο κρεβάτι μου,
που δεν έχω, ο φτωχός, την αγάπη μου,
έσβησε ο ήλιος, ήρθε η σκοτεινιά,
ζω μέσα στη μπόρα και στην παγωνιά.
Αχ! λιώνω, διώξτε μου τον πόνο,
φέρτε τη χαρά μου, πάλι, στην καρδιά μου,
αχ! λιώνω, αχ! λιώνω.
Φέρτε μου να πιω κρασί, δώστε μου χαρά,
τη ζωή την έζησα μόνο μια φορά,
κι έχω τώρα πόνο, πόνο και καημό,
λιώνω μες στο κλάμα και στο στεναγμό.
Αχ! λιώνω, διώξτε μου τον πόνο,
φέρτε τη χαρά μου, πάλι, στην καρδιά μου,
λιώνω, λιώνω.
|
Klei apópse o uranós, klene ta puliá
ki egó psáchno gia na vro mia thermí agkaliá,
pu tin écho chási ke ti lachtaró,
ap’ ti stenachória lióno ke ponó.
Ach! lióno, diókste mu ton póno,
férte ti chará mu, páli, stin kardiá mu,
lióno, lióno.
Pós tha giro monachós sto kreváti mu,
pu den écho, o ftochós, tin agápi mu,
ésvise o ílios, írthe i skotiniá,
zo mésa sti bóra ke stin pagoniá.
Ach! lióno, diókste mu ton póno,
férte ti chará mu, páli, stin kardiá mu,
ach! lióno, ach! lióno.
Férte mu na pio krasí, dóste mu chará,
ti zoí tin ézisa móno mia forá,
ki écho tóra póno, póno ke kaimó,
lióno mes sto kláma ke sto stenagmó.
Ach! lióno, diókste mu ton póno,
férte ti chará mu, páli, stin kardiá mu,
lióno, lióno.
|