Τη μάνα μου εμένανε τη λέγαν Κλυταιμνήστρα
μα τη φωνάζανε γριά, γριά Φραγκογιαννού.
Από τις μοίρες έκλεβε τη μαύρη κουβαρίστρα
και μου κεντούσε αστεράκια τ’ ουρανού.
Τις νύχτες έριχνε ζαριές με ζάρια του θανάτου
πάνω στο λύκνο του αγγένητου παιδιού
το μπράτσο τρύπαγε βαθιά μ’ αγκάθι τ’ αθανάτου
να βγάλει έξω το πικρό φαρμάκι του φιδιού.
Το πρώτο σου αμάρτημα το έθαψα εντός μου
μάνα εσύ δεν ήσουνα, μητέρα κανενός
μες στον καθρέφτη σου κοιτώ θολό το είδωλό μου
και στον γκρεμό μου θα πεθαίνω πάντα ορφανός.
Θ’ ανάψω μόνος μου κραυγές, κραυγές πυγολαμπίδες
μες στο σκοτάδι μια στιγμή να σε ξαναδώ.
Στο παιδομάζωμα ποτέ, ποτέ σου δε με είδες
μα εγώ κι απόψε, μάνα μου, για σένα τραγουδώ.
|
Ti mána mu eménane ti légan Klitemnístra
ma ti fonázane griá, griá Fragkogiannu.
Apó tis mires ékleve ti mavri kuvarístra
ke mu kentuse asterákia t’ uranu.
Tis níchtes érichne zariés me zária tu thanátu
páno sto líkno tu angénitu pediu
to brátso trípage vathiá m’ agkáthi t’ athanátu
na vgáli ékso to pikró farmáki tu fidiu.
To próto su amártima to éthapsa entós mu
mána esí den ísuna, mitéra kanenós
mes ston kathréfti su kitó tholó to idoló mu
ke ston gkremó mu tha petheno pánta orfanós.
Th’ anápso mónos mu kravgés, kravgés pigolabídes
mes sto skotádi mia stigmí na se ksanadó.
Sto pedomázoma poté, poté su de me ides
ma egó ki apópse, mána mu, gia séna tragudó.
|