Έριξα σ’ ένα σεντόνι κόκκινο ιώδιο
κι έπαιξα την Αντιγόνη μέσα στο Ηρώδειο.
Μ’ αναμμένους αναπτήρες και πυροτεχνήματα
τις σιωπές μου όλες πήρες, τα χειροκροτήματα.
Τόσο τραγική κι ωραία στη σκηνή σου στάθηκα
κι όταν έπεσε η αυλαία έσβησα και χάθηκα.
Τόση αγάπη πώς αντέχει η φωτιά με τον πηλό
και η νύχτα πάλι έχει το φεγγάρι εξώφυλλο.
Μες στο ρόλο μου δοσμένη με μια μάσκα αγνώριστη
ξένη μες στην οικουμένη κι απ’ την πόλη εξόριστη.
|
Έriksa s’ éna sentóni kókkino iódio
ki épeksa tin Antigóni mésa sto Iródio.
M’ anamménus anaptíres ke pirotechnímata
tis siopés mu óles píres, ta chirokrotímata.
Tóso tragikí ki orea sti skiní su státhika
ki ótan épese i avlea ésvisa ke cháthika.
Tósi agápi pós antéchi i fotiá me ton piló
ke i níchta páli échi to fengári eksófillo.
Mes sto rólo mu dosméni me mia máska agnóristi
kséni mes stin ikuméni ki ap’ tin póli eksóristi.
|