Στενοχώρια, στενοχώρια
μέρα νύχτα στη ζωή
βάσανα καημοί και φτώχεια
απ’ το βράδυ ως το πρωί.
Κουράστηκα, κουράστηκα
κουράγιο πια δεν έχω.
Κουράστηκα, κουράστηκα
και άλλο δεν αντέχω.
Η γυναίκα π’ αγαπούσα
σαν τη μοίρα μου η σκληρή
θέλησε να με προδώσει,
να με κάνει δυστυχή.
Κουράστηκα, κουράστηκα
κουράγιο πια δεν έχω.
Κουράστηκα, κουράστηκα
και άλλο δεν αντέχω.
Τώρα πια απελπισμένος
μόνος μου κάθε βραδιά
κλαίω και με βλέπει μόνο
ο Θεός κι η μοναξιά.
Κουράστηκα, κουράστηκα
κουράγιο πια δεν έχω.
Κουράστηκα, κουράστηκα
και άλλο δεν αντέχω.
|
Stenochória, stenochória
méra níchta sti zoí
vásana kaimi ke ftóchia
ap’ to vrádi os to pri.
Kurástika, kurástika
kurágio pia den écho.
Kurástika, kurástika
ke állo den antécho.
I gineka p’ agapusa
san ti mira mu i sklirí
thélise na me prodósi,
na me káni distichí.
Kurástika, kurástika
kurágio pia den écho.
Kurástika, kurástika
ke állo den antécho.
Tóra pia apelpisménos
mónos mu káthe vradiá
kleo ke me vlépi móno
o Theós ki i monaksiá.
Kurástika, kurástika
kurágio pia den écho.
Kurástika, kurástika
ke állo den antécho.
|