Δυο βαλίτσες στοιβαγμένες
στην αυλή μας πεταμένες
και στο δρόμο περιμένει το ταξί.
Τα συρτάρια ανοιγμένα,
τα ενθύμια σκισμένα.
Τέτοιο έγκλημα πώς το ‘κανες εσύ;
Κρίμα μου και κρίμα σου
που από ένα πείσμα σου
μ’ αφήνεις και αντίο δε μου λες.
Κρίμα μου και κρίμα σου,
αλλά σε κάθε βήμα σου
για μένα θα σπαράζεις και θα κλαις.
Όπου να ‘ναι θα χαράξει,
η ζωή μας θα αλλάξει
και το δάκρυ θα στεγνώσει το πρωί.
Και θα ζούμε σαν δυο ξένοι
μα το ερώτημα θα μένει:
πώς κατάστρεψες ολόκληρη ζωή;
|
Dio valítses stivagménes
stin avlí mas petaménes
ke sto drómo periméni to taksí.
Ta sirtária anigména,
ta enthímia skisména.
Tétio égklima pós to ‘kanes esí;
Kríma mu ke kríma su
pu apó éna pisma su
m’ afínis ke antío de mu les.
Kríma mu ke kríma su,
allá se káthe víma su
gia ména tha sparázis ke tha kles.
Όpu na ‘ne tha charáksi,
i zoí mas tha alláksi
ke to dákri tha stegnósi to pri.
Ke tha zume san dio kséni
ma to erótima tha méni:
pós katástrepses olókliri zoí;
|