Περνούν οι μέρες γρήγορα
μα μερικές φρενάρουν.
Με παίρνουν στην καρότσα τους
κι όμορφα με βολτάρουν.
Γελούν με τα φτιασίδια μου
χαϊδεύουν τις πληγές μου.
Μεθάνε και μου δίνονται
και γίνονται δικές μου.
Φεύγουνε κοκκινίζοντας
και μ’ αποχαιρετάνε.
Και μένω πάλι μόνος μου
να σε ξαναθυμάμαι.
Κρίμα να μην είσαι εδώ
τέτοιες μέρες αν με βρουν.
Κρίμα να μην είσαι εδώ
να γελάς και να σ’ ακούν.
Μα αυτό που με ξεκάνει
και μου σταματάει το νου
είναι που δεν είσαι,
που δεν είσαι καν αλλού.
|
Pernun i méres grígora
ma merikés frenárun.
Me pernun stin karótsa tus
ki ómorfa me voltárun.
Gelun me ta ftiasídia mu
chaidevun tis pligés mu.
Metháne ke mu dínonte
ke ginonte dikés mu.
Fevgune kokkinízontas
ke m’ apocheretáne.
Ke méno páli mónos mu
na se ksanathimáme.
Kríma na min ise edó
téties méres an me vrun.
Kríma na min ise edó
na gelás ke na s’ akun.
Ma aftó pu me ksekáni
ke mu stamatái to nu
ine pu den ise,
pu den ise kan allu.
|