Μάρτιος, Τρίκαλα αρχίζει η ιστορία
και βρίσκει μπάρκο το χαμένο μου κορμί
σε ένα πλοίο που το λεν Σάντα Μαρία
κι έχει λιμάνι το ουζερί του Μπελαμή.
Πόλεμος, φτώχεια, προσφυγιά και ανταρσία,
σύλληψη, ένα επί δύο το κελί,
με το μπατίρη το Λουκά στην Εγνατία,
μια στεναχώρια κι ούτε μια ζαριά καλή.
Μα εγώ δε ζω γονατιστός,
είμαι ο τόπος μου φτυστός
και οι ψυχές του
που όταν πέφτει καταχνιά
κάνουν τον πόνο τους πενιά
και ρίχνουν τις στροφές τους.
Ένας απόκληρος επί διαταράξει,
απ’ την καρδιά μου δίνω τα χρυσά κλειδιά.
Τα δίνω όλα κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει
έξω απο τ’ άδικο και κάθε ξενιτιά.
|
Mártios, Tríkala archízi i istoría
ke vríski bárko to chaméno mu kormí
se éna plio pu to len Sánta María
ki échi limáni to uzerí tu Belamí.
Pólemos, ftóchia, prosfigiá ke antarsía,
síllipsi, éna epí dío to kelí,
me to batíri to Luká stin Egnatía,
mia stenachória ki ute mia zariá kalí.
Ma egó de zo gonatistós,
ime o tópos mu ftistós
ke i psichés tu
pu ótan péfti katachniá
kánun ton póno tus peniá
ke ríchnun tis strofés tus.
Έnas apókliros epí diataráksi,
ap’ tin kardiá mu díno ta chrisá klidiá.
Ta díno óla ki ó,ti vréksi as katevási
ékso apo t’ ádiko ke káthe ksenitiá.
|