Ο αδερφός του καθένα
έτσι αναπάντεχα φεύγει απ’ το ψέμα,
το ψέμα που μας μεθάει,
όταν περνώ από οικοδομές
κι ακούω τραγούδια λαϊκά, η καρδιά μου σπάει.
Ένα ατύχημα είν’ η ζωή,
μια σκαλωσιά, ένα γιαπί,
ένα τραγούδι η αφορμή
κι ανοίγει στο μυαλό ρωγμή,
κύματα ανάστροφα ξεσπούν
και με χτυπούν, και με χτυπούν.
Κύματα που ξεσπάτε δυνατά και με γυρνάτε
σε ποια λιμάνια μυστικά,
της θάλασσας που μέσα μου βογγά
με σεργιανάτε.
Κύματα, κύματα, κύματα, κύματα.
Σαν παφλασμός να αντηχεί
μες στο ζεστό μου το κορμί,
λύνει ο βαρκάρης το σκοινί
ο αδερφός αναχωρεί,
σαν ένα αστέρι φεγγοβολά
τώρα η ψυχή στα πέλαγα.
Κύματα, κύματα, κύματα, κύματα.
|
O aderfós tu kathéna
étsi anapántecha fevgi ap’ to pséma,
to pséma pu mas methái,
ótan pernó apó ikodomés
ki akuo tragudia laiká, i kardiá mu spái.
Έna atíchima in’ i zoí,
mia skalosiá, éna giapí,
éna tragudi i aformí
ki anigi sto mialó rogmí,
kímata anástrofa ksespun
ke me chtipun, ke me chtipun.
Kímata pu ksespáte dinatá ke me girnáte
se pia limánia mistiká,
tis thálassas pu mésa mu vongá
me sergianáte.
Kímata, kímata, kímata, kímata.
San paflasmós na antichi
mes sto zestó mu to kormí,
líni o varkáris to skiní
o aderfós anachori,
san éna astéri fengovolá
tóra i psichí sta pélaga.
Kímata, kímata, kímata, kímata.
|