Τι άρωμα, τι μέθη αυτή η λιακάδα!
Τα μάτια πριν τυφλώσει η σκοτεινιά
και πονεμένοι θρήνοι απ’ τον Καιάδα
δώσουν στον θάνατο άσχημη θωριά.
Πώς ξεψυχώ και λιώνοντας μόνος μου
αγκομαχώ, πηδώ στο σκοτάδι.
Τι σιωπηλά, πεθαίνοντας μόνος
εγώ και το φως.
Πού βρέθηκα, πώς με θωρούν χιλιάδες μάτια;
Πού βρίσκομαι, ούτ’ ένα φως, κραυγές μονάχα.
Πού `ναι οι θεοί που συγχωράνε;
Τα πόδια μου δε με κρατάνε
Το άψυχο κορμί μου αγκαλιάζω
Το χέρι σφίγγω με το χέρι μου
Μα σαν δεν νιώθω τίποτα ουρλιάζω
Δεν είναι ζωντανό το ταίρι μου
Πώς ξεψυχώ και λιώνοντας μόνος μου
αγκομαχώ, πηδώ στο σκοτάδι.
Τι σιωπηλά, πεθαίνοντας μόνος
εγώ και το φως.
Πού βρέθηκα, πώς με θωρούν χιλιάδες μάτια;
Πού βρίσκομαι, ούτ’ ένα φως, κραυγές μονάχα.
Πού `ναι οι θεοί που συγχωράνε;
Τα πόδια μου δε με κρατάνε
|
Ti ároma, ti méthi aftí i liakáda!
Ta mátia prin tiflósi i skotiniá
ke poneméni thríni ap’ ton Keáda
dósun ston thánato áschimi thoriá.
Pós ksepsichó ke liónontas mónos mu
agkomachó, pidó sto skotádi.
Ti siopilá, pethenontas mónos
egó ke to fos.
Pu vréthika, pós me thorun chiliádes mátia;
Pu vrískome, ut’ éna fos, kravgés monácha.
Pu `ne i thei pu sigchoráne;
Ta pódia mu de me kratáne
To ápsicho kormí mu agkaliázo
To chéri sfíngo me to chéri mu
Ma san den niótho típota urliázo
Den ine zontanó to teri mu
Pós ksepsichó ke liónontas mónos mu
agkomachó, pidó sto skotádi.
Ti siopilá, pethenontas mónos
egó ke to fos.
Pu vréthika, pós me thorun chiliádes mátia;
Pu vrískome, ut’ éna fos, kravgés monácha.
Pu `ne i thei pu sigchoráne;
Ta pódia mu de me kratáne
|