Μ’ έκαψες, σκύλα, μ’ έκαψες
με τα καμώματά σου,
που να καεί και να ψηθεί
και σένα η καρδιά σου.
Τη μια με γέλιο μου ‘ρχεσαι
κι όλο με καμαρώνεις,
την άλλη με το τίποτα
μαζί μου πεισματώνεις.
Στα κέφια σου σαν βρίσκεσαι
χίλια φιλιά μου στάζεις
κι όταν το κέφι σου περνά
κάθεσαι και γκρινιάζεις.
Και όλα αυτά μου φαίνονται,
σε μένανε τα κάνεις,
όχι γιατί με αγαπάς,
αλλά να με ξεκάνεις.
Μα κι αν την ψήνεις ζωντανή
στα στήθια την καρδιά μου,
εγώ το απεφάσισα
και θα γενείς δικιά μου.
|
M’ ékapses, skíla, m’ ékapses
me ta kamómatá su,
pu na kai ke na psithi
ke séna i kardiá su.
Ti mia me gélio mu ‘rchese
ki ólo me kamarónis,
tin álli me to típota
mazí mu pismatónis.
Sta kéfia su san vrískese
chília filiá mu stázis
ki ótan to kéfi su perná
káthese ke gkriniázis.
Ke óla aftá mu fenonte,
se ménane ta kánis,
óchi giatí me agapás,
allá na me ksekánis.
Ma ki an tin psínis zontaní
sta stíthia tin kardiá mu,
egó to apefásisa
ke tha genis dikiá mu.
|