Μανούλα μου σαν κεραυνός, αχ!
σε χτύπησε η μοίρα
κι έμεινες μέσα στον κόσμο αυτό,
έρημη, φτωχιά και χήρα.
Κι έκανες πέτρα το κορμί
κι ατσάλι την καρδιά σου,
για να κερδίσεις, μανούλα μου, ψωμί,
να ζήσεις τα παιδιά σου.
Οι συγγενείς σε ξέχασαν, αχ!
στη μαύρη συμφορά σου
και μας μεγάλωσες, μάνα, εσύ
με το αίμα της καρδιάς σου.
Και δε σε λύγισε η δουλειά,
το χιόνι κι ο αγέρας,
γιατί ήσουν μάνα, μανούλα, στην καρδιά
και στη ζωή πατέρας.
|
Manula mu san keravnós, ach!
se chtípise i mira
ki émines mésa ston kósmo aftó,
érimi, ftochiá ke chíra.
Ki ékanes pétra to kormí
ki atsáli tin kardiá su,
gia na kerdísis, manula mu, psomí,
na zísis ta pediá su.
I singenis se kséchasan, ach!
sti mavri simforá su
ke mas megáloses, mána, esí
me to ema tis kardiás su.
Ke de se lígise i duliá,
to chióni ki o agéras,
giatí ísun mána, manula, stin kardiá
ke sti zoí patéras.
|