Ήσουνα δώδεκα χρονών
και πήγαινες σχολείο
με σοβαρότητα πολλή
και κάποιο μεγαλείο
Το φουστανάκι το στενό
με μάγευε μικρή μου
ήθελα να μεγάλωνες
να σ’ έκανα δική μου
Μαρινάκι Μαρινάκι
πήρες δρόμο για καλά
κι είσαι τώρα σαν κουκλάκι
Μαρινούλα μου γλυκιά
Γρήγορα μου `γινες τρανή
κι άλλαξες τα μυαλά σου
και μου παρατσαχπίνεψες
κούκλα με τα σωστά σου
Μου ξεγατζώθηκες καλέ
κι έβαλες τσοκαράκια
κρέμασες και στ’ αυτάκια σου
δυο τριανταφυλλάκια
Μαρινάκι Μαρινάκι
πήρες δρόμο για καλά
κι είσαι τώρα σαν κουκλάκι
Μαρινούλα μου γλυκιά
|
Ήsuna dódeka chronón
ke pígenes scholio
me sovarótita pollí
ke kápio megalio
To fustanáki to stenó
me mágeve mikrí mu
íthela na megálones
na s’ ékana dikí mu
Marináki Marináki
píres drómo gia kalá
ki ise tóra san kukláki
Marinula mu glikiá
Grígora mu `gines traní
ki állakses ta mialá su
ke mu paratsachpínepses
kukla me ta sostá su
Mu ksegatzóthikes kalé
ki évales tsokarákia
krémases ke st’ aftákia su
dio triantafillákia
Marináki Marináki
píres drómo gia kalá
ki ise tóra san kukláki
Marinula mu glikiá
|