Σε ξεχνάω, μα γελάει η μνήμη,
πολεμάω για να βρω ειρήνη
μέσα μου, μα εμφανίζεσαι εσύ.
Κι έχω λέξεις που κρατάω θαμμένες
κι αν διαλέξεις τις απελπισμένες,
νιώσε με, στάσου μπρος τους προσοχή.
Πόσο φοβάμαι
που πια δε θυμάμαι
γιατί σε λατρεύω καιρό·
πώς να ξεφύγω,
ρουφάω το λίγο
και νιώθω πως πίνω ουρανό…
Μάτια μου, στα κομμάτια μου
χαραγμένη η μορφή σου, για δες·
κέρνα τους, όσους εαυτούς
σου ‘χουν μείνει εκεί νικητές.
Σε έμαθα μες στα ψέματα,
προσαρμόζεσαι στις αλλαγές·
πρόσωπα τόσο απρόσωπα
οι μάσκες που βγάζεις,
το δέρμα σου αλλάζεις
και χρώμα στα μάτια που κλαις.
Σε ξεχνάω, πια τι άλλο μένει,
μα όπου πάω, ο ίσκιος σου επιμένει·
μάτια μου, μάτια μου στάξε μου λίγο φως.
Δε σε φτάνουν τα παράπονά μου,
δε σε φτάνουν απ’ την ξενιτιά μου,
μάτια μου, το βλέμμα σου κενό.
|
Se ksechnáo, ma gelái i mními,
polemáo gia na vro iríni
mésa mu, ma emfanízese esí.
Ki écho léksis pu kratáo thamménes
ki an dialéksis tis apelpisménes,
nióse me, stásu bros tus prosochí.
Póso fováme
pu pia de thimáme
giatí se latrevo keró·
pós na ksefígo,
rufáo to lígo
ke niótho pos píno uranó…
Mátia mu, sta kommátia mu
charagméni i morfí su, gia des·
kérna tus, ósus eaftus
su ‘chun mini eki nikités.
Se ématha mes sta psémata,
prosarmózese stis allagés·
prósopa tóso aprósopa
i máskes pu vgázis,
to dérma su allázis
ke chróma sta mátia pu kles.
Se ksechnáo, pia ti állo méni,
ma ópu páo, o ískios su epiméni·
mátia mu, mátia mu stákse mu lígo fos.
De se ftánun ta paráponá mu,
de se ftánun ap’ tin ksenitiá mu,
mátia mu, to vlémma su kenó.
|