Με τα φεγγά, με τα φεγγάρια χάνομαι,
με τα σκοτά, με τα σκοτάδια βγαίνω.
Μαύρο πουλί της μοναξιάς
στην ερημιά, στην ερημιά κρυμμένο.
Όταν ανοίγω τα φτερά,
ο τόπος ε , ο τόπος ερημώνει
και μέσα μου αργά αργά
ο θάνατος, ο θάνατος ζυγώνει.
Δεν την μπορώ τη μοναξιά,
αυτή που μ’ έ, αυτή που μ’ έχεις ρίξει,
αυτή που δε μου άξιζε,
αυτή που μ’ έ, αυτή που μ’ έχει κρύψει.
Είμαι χαμένος αν δε βρω
δρόμο για να, δρόμο για να γυρίσω
και μ’ έναν τρόπο άλλονε
να σε ξανα, να σε ξανακερδίσω.
|
Me ta fengá, me ta fengária chánome,
me ta skotá, me ta skotádia vgeno.
Mavro pulí tis monaksiás
stin erimiá, stin erimiá krimméno.
Όtan anigo ta fterá,
o tópos e , o tópos erimóni
ke mésa mu argá argá
o thánatos, o thánatos zigóni.
Den tin boró ti monaksiá,
aftí pu m’ é, aftí pu m’ échis ríksi,
aftí pu de mu áksize,
aftí pu m’ é, aftí pu m’ échi krípsi.
Ime chaménos an de vro
drómo gia na, drómo gia na giríso
ke m’ énan trópo állone
na se ksana, na se ksanakerdíso.
|