Όπως το φάντασμα γυρίζω
μέσα στο σπίτι τ’ αδειανό
και τα ερείπια σκαλίζω
κάποιο ενθύμιο να βρω,
κάποιο ενθύμιο δικό σου
να μου γλυκάνει τον καημό σου.
Μα εσύ τα πήρες όλα
κι έφυγες αλλού να ζήσεις,
και μου άφησες μονάχα
τις πικρές σου αναμνήσεις.
Τα νυχτοπούλια και ο γκιώνης
μαζί μου κλαιν κάθε βραδιά,
όταν στη σκέψη μου γυρίζεις
και μου ξεσκίζεις την καρδιά,
τότε ζητώ την αγκαλιά σου
και τα φαρμακερά φιλιά σου.
Μα εσύ τα πήρες όλα
κι έφυγες αλλού να ζήσεις,
και μου άφησες μονάχα
τις πικρές σου αναμνήσεις.
|
Όpos to fántasma girízo
mésa sto spíti t’ adianó
ke ta eripia skalízo
kápio enthímio na vro,
kápio enthímio dikó su
na mu glikáni ton kaimó su.
Ma esí ta píres óla
ki éfiges allu na zísis,
ke mu áfises monácha
tis pikrés su anamnísis.
Ta nichtopulia ke o gkiónis
mazí mu klen káthe vradiá,
ótan sti sképsi mu girízis
ke mu kseskízis tin kardiá,
tóte zitó tin agkaliá su
ke ta farmakerá filiá su.
Ma esí ta píres óla
ki éfiges allu na zísis,
ke mu áfises monácha
tis pikrés su anamnísis.
|