Μες στης Αθήνας τις ομορφιές
ξεχωρίζει μια που καίει καρδιές
Έχει μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά
και στο μάγουλο της μικρή ελιά
Άμαν άμαν άμαν πάω να τρελαθώ,
από τότε που την είδα μου ‘βαλε καημό
και γι’ αυτήν μέρα νύχτα κλαίγω και θρηνώ
κι όλο λιώνω από την αγάπη που έχω στην καρδιά
και χωρίς αυτήν ποτέ δε θα βρω γιατρειά
Μια μέρα που την ξαναείδα της είπα Κυρά μου
έλα με μένα να γίνεις ταίρι για να γιάνει η καρδιά μου
Και μου λέει τότε αυτή δε θέλω να μ’ αγαπάς
για άλλονε πονώ εγώ, πάψε να με λαχταράς’
Και από τότε ο καημένος γυρνάω πονεμένος
και ώσπου να βγει η ψυχή μου θε να ζω μαραζιαζμένος
|
Mes stis Athínas tis omorfiés
ksechorízi mia pu kei kardiés
Έchi mavra mátia, mavra malliá
ke sto mágulo tis mikrí eliá
Άman áman áman páo na trelathó,
apó tóte pu tin ida mu ‘vale kaimó
ke gi’ aftín méra níchta klego ke thrinó
ki ólo lióno apó tin agápi pu écho stin kardiá
ke chorís aftín poté de tha vro giatriá
Mia méra pu tin ksanaida tis ipa Kirá mu
éla me ména na ginis teri gia na giáni i kardiá mu
Ke mu léi tóte aftí de thélo na m’ agapás
gia állone ponó egó, pápse na me lachtarás’
Ke apó tóte o kaiménos girnáo poneménos
ke óspu na vgi i psichí mu the na zo maraziazménos
|