Μες στο υπόγειο που ζω
αργεί να ξημερώσει,
αργεί ο ήλιος για να βγει
δάκρυα να στεγνώσει,
δάκρυα να στεγνώσει.
Περιμένω κάποιο χέρι
μα το χέρι αυτό αργεί,
το υπόγειο ν’ ανοίξει,
να μου φέρει την αυγή.
Κι ο ουρανός με μίσησε,
για μένα δε χαράζει,
για μένα ρίχνει τις βροχές
και το υπόγειο στάζει,
και το υπόγειο στάζει.
Περιμένω κάποιο χέρι
μα το χέρι αυτό αργεί,
το υπόγειο ν’ ανοίξει,
να μου φέρει την αυγή.
Τους κεραυνούς σου ουρανέ
μη ρίχνεις στα χαμένα,
φύλαξε έναν κεραυνό
και ρίξε μου κι εμένα,
και ρίξε μου κι εμένα.
|
Mes sto ipógio pu zo
argi na ksimerósi,
argi o ílios gia na vgi
dákria na stegnósi,
dákria na stegnósi.
Periméno kápio chéri
ma to chéri aftó argi,
to ipógio n’ aniksi,
na mu féri tin avgí.
Ki o uranós me mísise,
gia ména de charázi,
gia ména ríchni tis vrochés
ke to ipógio stázi,
ke to ipógio stázi.
Periméno kápio chéri
ma to chéri aftó argi,
to ipógio n’ aniksi,
na mu féri tin avgí.
Tus keravnus su urané
mi ríchnis sta chaména,
fílakse énan keravnó
ke ríkse mu ki eména,
ke ríkse mu ki eména.
|