Μέλι μελισσάκι μου
θα πάρω το δισάκι μου
και δρόμο θα κινήσω,
τα δεκάξι χρόνια σου
και την περιφρόνια σου
για ν’ απολησμονήσω.
Μη, γαρίφαλό μου
μη μοσχοβολάς.
Χάνω το μυαλό μου
σαν δε μου μιλάς.
Μάνα μου, μανάκι μου
πονεί το κεφαλάκι μου
και γιατρικό δεν έχει.
Κλαίω κι αντραλίζομαι,
πέφτω και τσακίζομαι,
κι αυτή δε με προσέχει.
|
Méli melissáki mu
tha páro to disáki mu
ke drómo tha kiníso,
ta dekáksi chrónia su
ke tin perifrónia su
gia n’ apolismoníso.
Mi, garífaló mu
mi moschovolás.
Cháno to mialó mu
san de mu milás.
Mána mu, manáki mu
poni to kefaláki mu
ke giatrikó den échi.
Kleo ki antralízome,
péfto ke tsakízome,
ki aftí de me proséchi.
|