Πού είσαι, καημένε Περικλή,
να βγεις να σεργιανίσεις
και την Αθήνα σου να δεις
και να μην τη γνωρίσεις.
Πού είσαι, καημένε Περικλή,
ν’ ακούσεις μπουζουκάκι,
τραγούδια και διπλοπενιές
στο στέκι του Μητσάκη.
Πού είσαι, Σωκράτη δάσκαλε,
να δεις το Κολωνάκι,
οι μαθητές σου σήμερα
βαστούν κομπολογάκι.
Πού είσαι, Σωκράτη δάσκαλε,
να ’ρχόσουν απ’ τον Άδη,
παρέα με τον Πλάτωνα
και τον Αλκιβιάδη.
Πού είσαι, Ορφέα, μια βραδιά
την άρπα σου να παίξεις,
την Ευριδίκη π’ αγαπάς
στα δίχτυα σου να μπλέξεις.
Πού είσαι, Ορφέα, για να δεις
συρτάκι με φιγούρα,
κι οι μάγκες να σου κάνουνε
χιλιάρικο χαρτούρα.
|
Pu ise, kaiméne Periklí,
na vgis na sergianísis
ke tin Athína su na dis
ke na min ti gnorísis.
Pu ise, kaiméne Periklí,
n’ akusis buzukáki,
tragudia ke diplopeniés
sto stéki tu Mitsáki.
Pu ise, Sokráti dáskale,
na dis to Kolonáki,
i mathités su símera
vastun kobologáki.
Pu ise, Sokráti dáskale,
na ’rchósun ap’ ton Άdi,
paréa me ton Plátona
ke ton Alkiviádi.
Pu ise, Orféa, mia vradiá
tin árpa su na peksis,
tin Evridíki p’ agapás
sta díchtia su na bléksis.
Pu ise, Orféa, gia na dis
sirtáki me figura,
ki i mágkes na su kánune
chiliáriko chartura.
|