Ήταν σ’ όλα λεβεντιά άντρας με δυο μέτρα μπόϊ
Όπως σε χρυσή καρδιά κι ο πιο ωραίος καουμπόϋ
Μα ένα βράδυ ξεκινά για να πάει να πολεμήσει
Μια φυλή μεσ’ στα βουνά που τους χώριζαν τα μίση
Τα σπιρούνια τα χρυσά φορά
Τα πιστόλια δένει πιο γερά
Και αστράφτοντας από χαρά
Στην καλή του σιγολέει
Μην κλαις Μουτσάτσα μην κλαις
Ποτέ κι αν πεθάνω δε θέλω για μένα να κλάψεις
Μην κλαις Μουτσάτσα μην κλαις
Κερί να γυρίσω στη σάντα Μαρία να ανάψεις
Χωριό μου, μητέρα, αδέλφια να έχετ’ όλοι γεια
Πατέρα αν χαθώ τ’ άλογο μου να βλέπεις νύχτα μέρα
Μην κλαις Μουτσάτσα μην κλαις
Οι άντρες στο Τέξας πεθαίνουν μονάχ’ από σφαίρα
|
Ήtan s’ óla leventiá ántras me dio métra bói
Όpos se chrisí kardiá ki o pio oreos kaubói
Ma éna vrádi ksekiná gia na pái na polemísi
Mia filí mes’ sta vuná pu tus chórizan ta mísi
Ta spirunia ta chrisá forá
Ta pistólia déni pio gerá
Ke astráftontas apó chará
Stin kalí tu sigoléi
Min kles Mutsátsa min kles
Poté ki an petháno de thélo gia ména na klápsis
Min kles Mutsátsa min kles
Kerí na giríso sti sánta María na anápsis
Chorió mu, mitéra, adélfia na échet’ óli gia
Patéra an chathó t’ álogo mu na vlépis níchta méra
Min kles Mutsátsa min kles
I ántres sto Téksas pethenun monách’ apó sfera
|