Έμαθα από φίλο πως δε μένεις πια εδώ,
στην πόλη αυτή, την άχαρη, δεν ξέρω να σταθώ,
πλημμύρισε το υπόγειο, τα όνειρά σου χύμα
κι εγώ να ψάχνω να σε βρω στου νέφους την Αθήνα.
Και να δεις, και να δεις,
στη νύχτα της μητρόπολης δεν έχεις να σταθείς,
και να δεις, και να δεις,
με λαδωμένη τη θηλιά στον ύπνο θα βρεθείς,
μην χαθείς, μην χαθείς.
Κάποιες ώρες μίζερες, όνειρα σε δυο τοίχους,
η άχνα απ’ τον ιδρώτα σου δυνάμωνε τους χτύπους,
τους χτύπους της καρδούλας σου που έγινε κομμάτια,
στη βρώμα του υπόγειου ψάχνοντας για παλάτια.
Και να δεις, και να δεις,
στη νύχτα της μητρόπολης δεν έχεις να σταθείς,
και να δεις, και να δεις,
με λαδωμένη τη θηλιά στον ύπνο θα βρεθείς,
μην χαθείς, μην χαθείς.
|
Έmatha apó fílo pos de ménis pia edó,
stin póli aftí, tin áchari, den kséro na stathó,
plimmírise to ipógio, ta ónirá su chíma
ki egó na psáchno na se vro stu néfus tin Athína.
Ke na dis, ke na dis,
sti níchta tis mitrópolis den échis na stathis,
ke na dis, ke na dis,
me ladoméni ti thiliá ston ípno tha vrethis,
min chathis, min chathis.
Kápies óres mízeres, ónira se dio tichus,
i áchna ap’ ton idróta su dinámone tus chtípus,
tus chtípus tis kardulas su pu égine kommátia,
sti vróma tu ipógiu psáchnontas gia palátia.
Ke na dis, ke na dis,
sti níchta tis mitrópolis den échis na stathis,
ke na dis, ke na dis,
me ladoméni ti thiliá ston ípno tha vrethis,
min chathis, min chathis.
|