Βροντά κι αστράφτει κι εσύ φεύγεις
μες σ’ αυτό τον χαλασμό,
κι όλα ρημάζουνε κι όλα πεθαίνουν τώρα,
δεν κλαίω για τον πόνο, δε θρηνώ,
θρηνώ τον σπαραγμό,
τρέμω μονάχα μη σε χάσω μες στην μπόρα.
Μην με ξεχνάς, καλού κακού, μικρή καρδιά μου,
κι είναι στον κόσμο μας τα βάσανα πολλά,
είναι γλυκιά, σαν του Χριστού μας, η καρδιά μου,
και πληγωμένη, ξέρει να χαμογελά.
Μήπως δεν είναι τον χειμώνα
το κρεβάτι σου ζεστό,
να ‘ρθω, πουλάκι μου, εγώ, να στο ζεστάνω,
ή μήπως τρέχει στα κρυφά κρυφά,
το δάκρυ σου καφτό,
και μένει αφίλητο, στα βλέφαρά σου πάνω.
Μην με ξεχνάς, καλού κακού, μικρή καρδιά μου,
κι είναι στον κόσμο μας τα βάσανα πολλά,
είναι γλυκιά, σαν του Χριστού μας, η καρδιά μου,
και πληγωμένη, ξέρει να χαμογελά.
|
Orontá ki astráfti ki esí fevgis
mes s’ aftó ton chalasmó,
ki óla rimázune ki óla pethenun tóra,
den kleo gia ton póno, de thrinó,
thrinó ton sparagmó,
trémo monácha mi se cháso mes stin bóra.
Min me ksechnás, kalu kaku, mikrí kardiá mu,
ki ine ston kósmo mas ta vásana pollá,
ine glikiá, san tu Christu mas, i kardiá mu,
ke pligoméni, kséri na chamogelá.
Mípos den ine ton chimóna
to kreváti su zestó,
na ‘rtho, puláki mu, egó, na sto zestáno,
í mípos tréchi sta krifá krifá,
to dákri su kaftó,
ke méni afílito, sta vléfará su páno.
Min me ksechnás, kalu kaku, mikrí kardiá mu,
ki ine ston kósmo mas ta vásana pollá,
ine glikiá, san tu Christu mas, i kardiá mu,
ke pligoméni, kséri na chamogelá.
|