Ένα φθινοπωρινό βραδάκι
ήπιανε κι οι δυο πικρό φαρμάκι
δώσανε με δάκρυα φιλιά
μες στη θλιβερή τη σιγαλιά
Έπρεπε να λείψει λίγο χρόνο
άλλωστε θα γύρναγε μια Κυριακή πρωί
τούτο είχε πει με πόνο
κι ήτανε η μόνη ελπίδα στη ζωή
Μια Κυριακή πρωί
του είπε πως θα `ρθεί
σαν πρώτα η αγάπη τους ν’ αρχίσει
μα πάει καιρός κι ακόμα να γυρίσει
Κι όταν κατάλαβε πως μάταια καρτερούσε
γιατί έναν άλλον ίσως τώρα ν’ αγαπούσε
προτίμησε να σκοτωθεί
μια Κυριακή πρωί
|
Έna fthinoporinó vradáki
ípiane ki i dio pikró farmáki
dósane me dákria filiá
mes sti thliverí ti sigaliá
Έprepe na lipsi lígo chróno
álloste tha girnage mia Kiriakí pri
tuto iche pi me póno
ki ítane i móni elpída sti zoí
Mia Kiriakí pri
tu ipe pos tha `rthi
san próta i agápi tus n’ archísi
ma pái kerós ki akóma na girísi
Ki ótan katálave pos mátea karteruse
giatí énan állon ísos tóra n’ agapuse
protímise na skotothi
mia Kiriakí pri
|