Μια Κυριακή χαράματα,
προτού να ξημερώσει,
στην πονεμένη μου καρδιά,
ο Χάρος μία μαχαιριά,
με απονιά θα δώσει.
Μια Κυριακή, μια Κυριακή
το παλικάρι δε θα ζει.
Στην παγερή του αγκαλιά,
θα πάρει την ψυχή μου
και μες στο λάκκο τον υγρό,
μες στο σκοτάδι το πικρό,
θα ρίξει το κορμί μου.
Μια Κυριακή, μια Κυριακή,
το παλικάρι δε θα ζει.
Ένας λεβέντης έφυγε
και με καημό θα λένε,
εχάσαμε απ’ τη ζωή,
το πιο καλύτερο παιδί
κι όλοι για με θα κλαίνε.
Μια Κυριακή, μια Κυριακή,
το παλικάρι δε θα ζει.
|
Mia Kiriakí charámata,
protu na ksimerósi,
stin poneméni mu kardiá,
o Cháros mía macheriá,
me aponiá tha dósi.
Mia Kiriakí, mia Kiriakí
to palikári de tha zi.
Stin pagerí tu agkaliá,
tha pári tin psichí mu
ke mes sto lákko ton igró,
mes sto skotádi to pikró,
tha ríksi to kormí mu.
Mia Kiriakí, mia Kiriakí,
to palikári de tha zi.
Έnas levéntis éfige
ke me kaimó tha léne,
echásame ap’ ti zoí,
to pio kalítero pedí
ki óli gia me tha klene.
Mia Kiriakí, mia Kiriakí,
to palikári de tha zi.
|