Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου
και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα
οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη
δραπέτευσα…
Μάγισσες, μιζέρια, μίσος
εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου
κατόρθωσα να σβήσω απ’ τα λογικά μου
κάθε ελπίδα ανθρώπινη
με ύπουλο σάλτο
χίμηξα σαν θηρίο
πάνω σ’ όλες τις χαρές σας
να τις κατασπαράξω
Επικαλέστηκα τους δήμιους
να δαγκάσω πεθαίνοντας
τα κοντάκια των όπλων τους
Επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα
να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο
η απόγνωση ήταν ο θεός μου
Κυλίστηκα στη λάσπη
στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος
ξεγέλασα τη τρέλα
και η άνοιξη μου πρόσφερε
το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου
|
Mia níchta píra tin omorfiá sta gónatá mu
ke ti vríka pikrí ke ti vlastímisa
oplístika enántia sti dikeosíni
drapétefsa…
Mágisses, mizéria, mísos
esis tha diafiláksete to thisavró mu
katórthosa na svíso ap’ ta logiká mu
káthe elpída anthrópini
me ípulo sálto
chímiksa san thirío
páno s’ óles tis charés sas
na tis katasparákso
Epikaléstika tus dímius
na dagkáso pethenontas
ta kontákia ton óplon tus
Epikaléstika káthe orgí ke mástiga
na pnigó sto ema, stin ámmo
i apógnosi ítan o theós mu
Kilístika sti láspi
stégnosa ston aéra tu egklímatos
ksegélasa ti tréla
ke i ániksi mu prósfere
to frikaléo gélio tu ilíthiu
|