Μια μάνα απόψε χαίρεται
και κλαίει απ’ τη χαρά της,
γιατί ο γιος της που ‘λειπε
ήρθε ξανά κοντά της,
ήρθε ξανά κοντά της.
Ήρθε το παλικάρι της που ήταν μακριά,
ήρθε το καμάρι της που έχει στην καρδιά.
Μπροστά στην πόρτα που ‘κλαιγε
κι αγνάντευε τις στράτες
“καλώς τον δέχτηκες” της λεν
απόψε οι διαβάτες,
απόψε οι διαβάτες.
Ήρθε το παλικάρι της που ήταν μακριά,
ήρθε το καμάρι της που έχει στην καρδιά.
Θα πάψει πια να καρτερεί
με πόνο και με κλάμα,
τον ταχυδρόμο για να ‘ρθεί
και να της φέρει γράμμα,
και να της φέρει γράμμα.
Ήρθε το παλικάρι της που ήταν μακριά,
ήρθε το καμάρι της που έχει στην καρδιά.
|
Mia mána apópse cherete
ke klei ap’ ti chará tis,
giatí o gios tis pu ‘lipe
írthe ksaná kontá tis,
írthe ksaná kontá tis.
Ήrthe to palikári tis pu ítan makriá,
írthe to kamári tis pu échi stin kardiá.
Brostá stin pórta pu ‘klege
ki agnánteve tis strátes
“kalós ton déchtikes” tis len
apópse i diavátes,
apópse i diavátes.
Ήrthe to palikári tis pu ítan makriá,
írthe to kamári tis pu échi stin kardiá.
Tha pápsi pia na karteri
me póno ke me kláma,
ton tachidrómo gia na ‘rthi
ke na tis féri grámma,
ke na tis féri grámma.
Ήrthe to palikári tis pu ítan makriá,
írthe to kamári tis pu échi stin kardiá.
|