Από δρόμο σε δρόμο
και στην πλάτη το χρόνο
κουβαλώ,
κι από λύση σε λύση
να χαρώ πριν να δύσει
λαχταρώ.
Και τα χέρια υψώνω
στη ζωή παραδίνομαι
ανασαίνω τη μέρα
και φωνάζω “αέρα”
και ξανοίγομαι.
Μ’ ένα τρένο ή μια βάρκα
μ’ ένα αμάξι για τσάρκα
με κομμένη ανάσα
στο κρυφτό φανερώνομαι,
από χίλιες συμβάσεις
από μίση και πάθη
λευτερώνομαι.
Ξεχνώ τα παλιά
βαρώ στα τυφλά
γεια και φεύγω
φτου και βγαίνω.
|
Apó drómo se drómo
ke stin pláti to chróno
kuvaló,
ki apó lísi se lísi
na charó prin na dísi
lachtaró.
Ke ta chéria ipsóno
sti zoí paradínome
anaseno ti méra
ke fonázo “aéra”
ke ksanigome.
M’ éna tréno í mia várka
m’ éna amáksi gia tsárka
me komméni anása
sto kriftó fanerónome,
apó chílies simvásis
apó mísi ke páthi
lefterónome.
Ksechnó ta paliá
varó sta tiflá
gia ke fevgo
ftu ke vgeno.
|