Όμορφη μικρή,
μα ζωή πικρή
σε πολλών κρεβάτια…
ήταν δηλαδή
γελαστό παιδί,
με θλιμμένα μάτια.
Τη βραδιά που σμίξαν,
ουρανοί ανοίξαν
κι άστρα πέφτανε βροχή
κι έφευγε η ψυχή
με τα χελιδόνια,
που μισεύουν χρόνια
τέτοιαν εποχή.
Σ’ αγαπώ,
κι ό,τι έχεις αγαπήσει
θα το αγαπώ.
Νέος στο χωριό,
πήρε το φευγιό
κι έφτασε στην πόλη…
βλέμμα κοφτερό,
δρόμο πονηρό
πήρε, λέγαν όλοι.
Κι ένα μεσημέρι
του ‘στησαν καρτέρι
στου θεού την ερημιά
και φωνή καμιά,
όταν απ’ το χέρι
πήγε το μαχαίρι
ίσια στην καρδιά.
Μάτια μου μελιά,
σύννεφα, πουλιά
κι όνειρα περνούνε…
μάτια μου, μην κλαις,
μέσα σου να λες,
οι αγάπες ζούνε.
Μες απ’ την πληγή μου,
ουρανέ και γη μου,
κρύφιες κι άδηλες πνοές,
μακρινές θεές,
ρίξανε στη λίμνη,
στη βαθιά μου μνήμη,
αλλωνών ζωές.
|
Όmorfi mikrí,
ma zoí pikrí
se pollón krevátia…
ítan diladí
gelastó pedí,
me thlimména mátia.
Ti vradiá pu smíksan,
urani aniksan
ki ástra péftane vrochí
ki éfevge i psichí
me ta chelidónia,
pu misevun chrónia
tétian epochí.
S’ agapó,
ki ó,ti échis agapísi
tha to agapó.
Néos sto chorió,
píre to fevgió
ki éftase stin póli…
vlémma kofteró,
drómo poniró
píre, légan óli.
Ki éna mesiméri
tu ‘stisan kartéri
stu theu tin erimiá
ke foní kamiá,
ótan ap’ to chéri
píge to macheri
ísia stin kardiá.
Mátia mu meliá,
sínnefa, puliá
ki ónira pernune…
mátia mu, min kles,
mésa su na les,
i agápes zune.
Mes ap’ tin pligí mu,
urané ke gi mu,
krífies ki ádiles pnoés,
makrinés theés,
ríksane sti límni,
sti vathiá mu mními,
allonón zoés.
|