Μικρή μικρή παντρεύτηκε
του έρωτα τη λάβρα,
μικρή μικρή εχήρεψε
και φόρεσε τα μαύρα.
Κανέναν δεν εγύριζε
να δει η κακομοίρα,
όλοι την τριγυρίζανε
και λέγανε στη χήρα:
“Χήρα ν’ αλλάξεις γνώμη
που είναι νωρίς ακόμη”.
Σε γάμο την εζήτησε
κι ο τσέλιγκας μια μέρα
κι ένας βοσκός που έπαιζε
για κείνη τη φλογέρα.
Μ’ αυτή πιστή στον άντρα της
του άναβε καντήλια
και οι λεβέντες του χωριού
της έλεγαν με ζήλια:
“Χήρα ν’ αλλάξεις γνώμη
που είναι νωρίς ακόμη”.
Μα έφτασε κι ο τρυγητός
κι η χήρα πάει στ’ αμπέλι
και έπεσε στον έρωτα
κι αυτή χωρίς να θέλει.
Γι’ αυτό γλυκογελούσανε
τα μάτια της με χάρη
την ώρα που της φώναζε
το κάθε παλικάρι:
“Χήρα ν’ αλλάξεις γνώμη
που είναι νωρίς ακόμη”
|
Mikrí mikrí pantreftike
tu érota ti lávra,
mikrí mikrí echírepse
ke fórese ta mavra.
Kanénan den egirize
na di i kakomira,
óli tin trigirízane
ke légane sti chíra:
“Chíra n’ alláksis gnómi
pu ine norís akómi”.
Se gámo tin ezítise
ki o tséligkas mia méra
ki énas voskós pu épeze
gia kini ti flogéra.
M’ aftí pistí ston ántra tis
tu ánave kantília
ke i levéntes tu choriu
tis élegan me zília:
“Chíra n’ alláksis gnómi
pu ine norís akómi”.
Ma éftase ki o trigitós
ki i chíra pái st’ abéli
ke épese ston érota
ki aftí chorís na théli.
Gi’ aftó glikogelusane
ta mátia tis me chári
tin óra pu tis fónaze
to káthe palikári:
“Chíra n’ alláksis gnómi
pu ine norís akómi”
|