Από μικρός στα βάσανα
τι κρίμα και αδικία,
τι κρίμα και αδικία
η φτώχεια να `ναι αιτία.
Η μέρα όταν σώνεται
κι ο ήλιος πάει να γείρει
εγώ το ποτηράκι μου
το πίνω ξεροσφύρι.
Κάθε μέρα φτώχεια
μοναξιά και φτώχεια
και στα δυο μου μάτια
πάντα πρωτοβρόχια.
Κάθε πρωί σηκώνουμαι
με πόνο στην καρδιά μου,
με πόνο στην καρδιά μου
και πάω στη δουλειά μου.
Από της φτώχειας τον καημό
μαράζωσε η ψυχή μου
γιατί με χίλια βάσανα
το βγάζω το ψωμί μου.
Κάθε μέρα φτώχεια
μοναξιά και φτώχεια
και στα δυο μου μάτια
πάντα πρωτοβρόχια.
Σαν γέρνω στο γιατάκι μου
το βράδυ μοναχός μου,
το βράδυ μοναχός μου
διπλός είν’ ο καημός μου.
Δεν έχω ταίρι πλάι μου
για να μου κουβεντιάσει
το κουρασμένο μου κορμί
λιγάκι ν’ αγκαλιάσει.
Κάθε μέρα φτώχεια
μοναξιά και φτώχεια
και στα δυο μου μάτια
πάντα πρωτοβρόχια.
|
Apó mikrós sta vásana
ti kríma ke adikía,
ti kríma ke adikía
i ftóchia na `ne etía.
I méra ótan sónete
ki o ílios pái na giri
egó to potiráki mu
to píno kserosfíri.
Káthe méra ftóchia
monaksiá ke ftóchia
ke sta dio mu mátia
pánta protovróchia.
Káthe pri sikónume
me póno stin kardiá mu,
me póno stin kardiá mu
ke páo sti duliá mu.
Apó tis ftóchias ton kaimó
marázose i psichí mu
giatí me chília vásana
to vgázo to psomí mu.
Káthe méra ftóchia
monaksiá ke ftóchia
ke sta dio mu mátia
pánta protovróchia.
San gérno sto giatáki mu
to vrádi monachós mu,
to vrádi monachós mu
diplós in’ o kaimós mu.
Den écho teri plái mu
gia na mu kuventiási
to kurasméno mu kormí
ligáki n’ agkaliási.
Káthe méra ftóchia
monaksiá ke ftóchia
ke sta dio mu mátia
pánta protovróchia.
|