Κι έτσι όπως άκουγα το ακορντεόν στο δρόμους
να παίζει το τραγούδι που σ’ είχα ερωτευτεί
ένιωσα πως κουβάλαγα όλη τη γη στους ώμους
κι ας πίστευα πως ήμουνα στον κόσμο αυτό μισή
Άνοιξα τα παράθυρα που είχα κλειστά δυο μήνες
και στα μπαλκόνια χόρευαν τα ρούχα με ρυθμό
ο ήλιος στέγνωνε αργά, σεντόνια αλλά και μνήμες
κι ο άνεμος ξεσκόνισε απ’ το σπίτι το θυμό.
Δε σε μισώ που μ’ άφησες να φύγω
Δεν σε μισώ αν δε μ αγάπησες πολύ
Όσες χαρές μου κλείδωσες ξανά ανοίγω
Μόνο οι γενναίοι αγαπούν οι άλλοι είναι δειλοί
|
Ki étsi ópos ákuga to akornteón sto drómus
na pezi to tragudi pu s’ icha erotefti
éniosa pos kuválaga óli ti gi stus ómus
ki as písteva pos ímuna ston kósmo aftó misí
Άniksa ta paráthira pu icha klistá dio mínes
ke sta balkónia chórevan ta rucha me rithmó
o ílios stégnone argá, sentónia allá ke mnímes
ki o ánemos kseskónise ap’ to spíti to thimó.
De se misó pu m’ áfises na fígo
Den se misó an de m agápises polí
Όses charés mu klidoses ksaná anigo
Móno i gennei agapun i álli ine dili
|