Είχαμε μιαν άσπρη βάρκα στην Πειραϊκή
και τραβούσαμε για τσάρκα κάθε Κυριακή
και να κάτσεις στο τιμόνι λίγο θέλησες
και τη βάρκα, σ’ ένα βράχο, τη διέλυσες.
Μου τη βούλιαξε τη βάρκα
η μικρούλα π’ αγαπώ
κι είχε πονηρό σκοπό,
το ‘κανε για να πνιγώ.
Τώρα, η βάρκα μου κομμάτια στα βαθειά νερά
και εσύ σε ξένα μάτια αρμενίζεις πια,
ήταν η φορά η μόνη που ερωτεύτηκα
και της βάρκας το τιμόνι σου εμπιστεύτηκα.
Μου τη βούλιαξε τη βάρκα
η μικρούλα π’ αγαπώ
κι είχε πονηρό σκοπό,
το `κανε για να πνιγώ.
|
Ichame mian áspri várka stin Piraikí
ke travusame gia tsárka káthe Kiriakí
ke na kátsis sto timóni lígo thélises
ke ti várka, s’ éna vrácho, ti diélises.
Mu ti vuliakse ti várka
i mikrula p’ agapó
ki iche poniró skopó,
to ‘kane gia na pnigó.
Tóra, i várka mu kommátia sta vathiá nerá
ke esí se kséna mátia armenízis pia,
ítan i forá i móni pu eroteftika
ke tis várkas to timóni su ebisteftika.
Mu ti vuliakse ti várka
i mikrula p’ agapó
ki iche poniró skopó,
to `kane gia na pnigó.
|