Μονάχα έχουν περάσει χίλια χρόνια
κι εγώ συνήθως πέθαινα από αγάπη,
μέχρι που ήρθε αυτός ο μπλε χειμώνας
ν’ ανάψει αυτά που έσβησε ο αιώνας.
Μετρήθηκα στις ώρες του τυφώνα,
στις ώρες που η καρδιά ξερνούσε στάχτη,
ακίνητος στη δίνη του κυκλώνα
ν’ ακούω μονάχα να μου λένε πόνα, πόνα, πόνα, πόνα.
Το σώμα μου δε δόθηκε στις πέτρες,
δε στέρεψε το τελευταίο μου δάκρυ,
του έρωτα εποχές μάγισσες, ψεύτρες
των πιο όμορφων νυχτών, ώρες αλήτρες.
Δε θα συγκρίνω φως με το σκοτάδι
ούτε λευκό αμνό με λύκο μαύρο.
Δε θα με θρέψει άλλο μάνας χάδι
ας κλείσει της ψυχής μου το πηγάδι.
Μονάχα έχουν περάσει χίλια χρόνια…
|
Monácha échun perási chília chrónia
ki egó siníthos péthena apó agápi,
méchri pu írthe aftós o ble chimónas
n’ anápsi aftá pu ésvise o eónas.
Metríthika stis óres tu tifóna,
stis óres pu i kardiá ksernuse stáchti,
akínitos sti díni tu kiklóna
n’ akuo monácha na mu léne póna, póna, póna, póna.
To sóma mu de dóthike stis pétres,
de stérepse to telefteo mu dákri,
tu érota epochés mágisses, pseftres
ton pio ómorfon nichtón, óres alítres.
De tha sigkríno fos me to skotádi
ute lefkó amnó me líko mavro.
De tha me thrépsi állo mánas chádi
as klisi tis psichís mu to pigádi.
Monácha échun perási chília chrónia…
|