Έχω έναν τοίχο στο σαλόνι που όταν τον κοιτάω λιώνει.
Κι από πίσω από τα ράφια φαίνονται χρυσά χωράφια.
Κι απ’ τα κρεμασμένα κάδρα μια βαθιά, βαθιά χαράδρα.
Έχω έναν ήλιο στο ταβάνι κι έναν ουρανό που φτάνει
στα μισά του δωματίου, του υπόγειου και κρύου.
Κι όταν πάρει να νυχτώνει έχω άστρα στο σαλόνι!
Κι απ’ της γης βαθιά τα σπλάχνα μια οργή βουβή και λάγνα,
με σηκώνει, με ταράζει, μες στα μάτια με κοιτάζει…
Και μου δείχνει άλλους δρόμους, με άλλα ήθη κι άλλους νόμους
και ανάβει τις φωτιές μου, να καεί ο καναπές μου!
Έχω μες στο μπάνιο μου μια λίμνη κι ενός καραβιού την πρύμνη.
Κι όλο ακούω τον παφλασμό της κι απ’ τον καθαρό βυθό της,
βλέπω σκέψεις μου κρυμμένες, από χρόνια ξεχασμένες…
Κι απ’ της γης βαθιά τα σπλάχνα μια οργή βουβή και λάγνα,
με σηκώνει, με ταράζει, μες στα μάτια με κοιτάζει…
Και μου δείχνει άλλους δρόμους, με άλλα ήθη κι άλλους νόμους
και ανάβει τις φωτιές μου, να καεί ο καναπές μου!
|
Έcho énan ticho sto salóni pu ótan ton kitáo lióni.
Ki apó píso apó ta ráfia fenonte chrisá choráfia.
Ki ap’ ta kremasména kádra mia vathiá, vathiá charádra.
Έcho énan ílio sto taváni ki énan uranó pu ftáni
sta misá tu domatíu, tu ipógiu ke kríu.
Ki ótan pári na nichtóni écho ástra sto salóni!
Ki ap’ tis gis vathiá ta spláchna mia orgí vuví ke lágna,
me sikóni, me tarázi, mes sta mátia me kitázi…
Ke mu dichni állus drómus, me álla íthi ki állus nómus
ke anávi tis fotiés mu, na kai o kanapés mu!
Έcho mes sto bánio mu mia límni ki enós karaviu tin prímni.
Ki ólo akuo ton paflasmó tis ki ap’ ton katharó vithó tis,
vlépo sképsis mu krimménes, apó chrónia ksechasménes…
Ki ap’ tis gis vathiá ta spláchna mia orgí vuví ke lágna,
me sikóni, me tarázi, mes sta mátia me kitázi…
Ke mu dichni állus drómus, me álla íthi ki állus nómus
ke anávi tis fotiés mu, na kai o kanapés mu!
|