Ήρθες στην γειτονιά μας
κι ήτανε μεσημέρι
Κι ήσουνα μαυρισμένος
από το καλοκαίρι
Σγουρό μαλλί
στο μέτωπο ριγμένο
στα χείλη
το τσιγάρο αναμμένο
Είκοσι τρεις Απρίληδες
τη νιότη σου βαραίνουν
των κοριτσιών τα όνειρα
στα μάτια σου πεθαίνουν
Να γίνω φως του ήλιου
να πέσω στα μαλλιά σου
μ’ ένα φιλί ν’αγγίξω
τα χείλη τα ζεστά σου
Μες στο πλατύ
τ’ αντρίκειο σου το χέρι
σαν της Λαμπρής
να λιώσω τ’ αγιοκέρι
|
Ήrthes stin gitoniá mas
ki ítane mesiméri
Ki ísuna mavrisménos
apó to kalokeri
Sguró mallí
sto métopo rigméno
sta chili
to tsigáro anamméno
Ikosi tris Aprílides
ti nióti su varenun
ton koritsión ta ónira
sta mátia su pethenun
Na gino fos tu íliu
na péso sta malliá su
m’ éna filí n’angikso
ta chili ta zestá su
Mes sto platí
t’ antríkio su to chéri
san tis Labrís
na lióso t’ agiokéri
|