Τέτοια ώρα βγαίνει ο λόγος μου σεργιάνι
κι ανταμώνει με τα έρημα πουλιά
τους εργάτες που δουλεύουν στο λιμάνι
τα κορίτσια που σχολάνε απ’ τη δουλειά
Κι όταν περνώ απ’ τη γειτονιές
κι ανθίζει κάποιο γέλιο
βουρκώνουνε τα μάτια μου ω, ω, ω, ω
να μη με λένε Στέλιο
βουρκώνουνε τα μάτια μου ω, ω, ω, ω
να μη με λένε Στέλιο
Τα τραγούδια μου δεν είναι για σαλόνια
σκαρφαλώνουν στην παλιά τη σκαλωσιά
κυνηγιούνται με τα στάχυα μες στ’ αλώνια
και της φάμπρικας βαράνε τα σφυριά
|
Tétia óra vgeni o lógos mu sergiáni
ki antamóni me ta érima puliá
tus ergátes pu dulevun sto limáni
ta korítsia pu scholáne ap’ ti duliá
Ki ótan pernó ap’ ti gitoniés
ki anthízi kápio gélio
vurkónune ta mátia mu o, o, o, o
na mi me léne Stélio
vurkónune ta mátia mu o, o, o, o
na mi me léne Stélio
Ta tragudia mu den ine gia salónia
skarfalónun stin paliá ti skalosiá
kinigiunte me ta stáchia mes st’ alónia
ke tis fábrikas varáne ta sfiriá
|