Συ μου πήρες την καρδιά, το νου,
όμορφη γλυκιά καμωματού
Με δυο ματάκια ζιμπουλένια και γλυκά ναζιάρα μου
μ’ άναψες στο στήθος μου φωτιά
Δε με λυπάσαι, πάψε πια,
μου φαρμακώνεις τη φτωχή καρδιά
Κι αφού στο λέγω πως για σένα θα τρελαθώ, ναζιάρα μου
δε σε μέλλει ακόμα κι αν χαθώ
Δεν μπορώ μικρό μου δεν μπορώ,
τ’ όμορφο σου στόμα λαχταρώ
Για να μου δώσεις θέλω μόνο ένα φιλί, ναζιάρα μου
χάνομαι σ’ αγάπησα πολύ
Δε με λυπάσαι, δε με πονείς,
πως μ’ αγαπάς δε θέλεις πια να μου πεις
Μου ‘χεις ποτίσει με φαρμάκι τη ζωή, ναζιάρα μου
φως μου δε μου άφησες πνοή
|
Si mu píres tin kardiá, to nu,
ómorfi glikiá kamomatu
Me dio matákia zibulénia ke gliká naziára mu
m’ ánapses sto stíthos mu fotiá
De me lipáse, pápse pia,
mu farmakónis ti ftochí kardiá
Ki afu sto légo pos gia séna tha trelathó, naziára mu
de se mélli akóma ki an chathó
Den boró mikró mu den boró,
t’ ómorfo su stóma lachtaró
Gia na mu dósis thélo móno éna filí, naziára mu
chánome s’ agápisa polí
De me lipáse, de me ponis,
pos m’ agapás de thélis pia na mu pis
Mu ‘chis potísi me farmáki ti zoí, naziára mu
fos mu de mu áfises pnoí
|