Μήπως σε χτένισαν της άνοιξης ψιχάλες
και πήρες τ’ άρωμα της νυχτας τ’ ακριβό
Τα μυρωμένα σου μαλλιά γίνανε σκάλες
μ’ αυτές ανέβηκα ψηλά στον ουρανό
Απ’ της νύχτας το φως
κι απ’ του πόνου το αστείρευτο δάκρυ
θα φυτέψω σε μιαν άκρη
μια νεκρή Πασχαλιά
Και ντυμένος με φως
απ’ τα χείλη σου που θα φιλήσω
μυστικά θ’ ανταστήσω
τη νεκρή Πασχαλιά
Μήπως σε γέννησαν γαλάζια καλοκαίρια
κι είν’ η καρδιά σου απ’ τον ήλιο πιο ζεστή
Τα λαβωμένα μου φτερά γίναν αστέρια
και σαν φεγγάρι έχω στη νύχτα κρεμαστεί
|
Mípos se chténisan tis ániksis psicháles
ke píres t’ ároma tis nichtas t’ akrivó
Ta miroména su malliá ginane skáles
m’ aftés anévika psilá ston uranó
Ap’ tis níchtas to fos
ki ap’ tu pónu to astirefto dákri
tha fitépso se mian ákri
mia nekrí Paschaliá
Ke ntiménos me fos
ap’ ta chili su pu tha filíso
mistiká th’ antastíso
ti nekrí Paschaliá
Mípos se génnisan galázia kalokeria
ki in’ i kardiá su ap’ ton ílio pio zestí
Ta lavoména mu fterá ginan astéria
ke san fengári écho sti níchta kremasti
|