Νεντράνισα το βλέμμα μου στ’ αλαργινά σου μάτια
πανί που εξέβαψες κι εσύ στου ήλιου την πυρά
εξέχασα τον έρωτα σ’ ένα ασκιανό του χρόνου
και ήκοψα στα τέσσερα του πόνου τη χαρά.
Χρόνια μας εταξίδευγες σ’ άγρια μονοπάτια
του Λυβικού αερικό και ξωτική ομορφιά
αχ αρμενάκι που ‘γινες σαρανταδυό κομμάτια
και ήβαψες του πέλαγου τη σκούρα ζωγραφιά.
Βρέχει και μοσκομύρισε το χώμα στο σοκάκι
μη με μαλώνεις που βουβός παλεύγω τον καημό
λένε πως ανεράιδα μου πήρε τη μιλιά μου
μια νύχτα που μου πάντηξε γυμνή στον ποταμό.
Πέτρα την πέτρα εξέφτισες καιρέ μου ηλιοκαμένε
κι η αναπνιά σου που ‘τανε κλωνί αρισμαρί,
μαράθηκε και ήρθανε κυράδες που τα ξένα
και τηνε βαλσαμώσανε σ’ αστραφτερό γλαστρί.
Δεν είναι η παραξενιά που κάθομαι και παίζω
ούτε και το παράπονο που θέλω να το πω
είναι που εδροσουλιάστηκε στα χείλη μου το γέλιο
και η ζωή που μίσεψε όλη χωρίς σκοπό.
|
Nentránisa to vlémma mu st’ alarginá su mátia
paní pu eksévapses ki esí stu íliu tin pirá
ekséchasa ton érota s’ éna askianó tu chrónu
ke íkopsa sta téssera tu pónu ti chará.
Chrónia mas etaksídevges s’ ágria monopátia
tu Liviku aerikó ke ksotikí omorfiá
ach armenáki pu ‘gines sarantadió kommátia
ke ívapses tu pélagu ti skura zografiá.
Oréchi ke moskomírise to chóma sto sokáki
mi me malónis pu vuvós palevgo ton kaimó
léne pos aneráida mu píre ti miliá mu
mia níchta pu mu pántikse gimní ston potamó.
Pétra tin pétra ekséftises keré mu iliokaméne
ki i anapniá su pu ‘tane kloní arismarí,
maráthike ke írthane kirádes pu ta kséna
ke tine valsamósane s’ astrafteró glastrí.
Den ine i parakseniá pu káthome ke pezo
ute ke to parápono pu thélo na to po
ine pu edrosuliástike sta chili mu to gélio
ke i zoí pu mísepse óli chorís skopó.
|