Νιώθω μια κούραση βαριά
στο σώμα μου και στην καρδιά
και δε μου κάνει όρεξη
ούτε να κουβεντιάσω,
όλα τα έχω βαρεθεί,
θέλω να ξαποστάσω.
Κουράστηκα, τσακίστηκα
δε θέλω πια να ζήσω,
ας κοιμηθώ παντοτινά
να μην ξαναξυπνήσω.
Με κατατρέξανε πολλοί
και με ποτίσανε χολή,
τα πιο μεγάλα βάσανα
μου φόρτωσαν στον ώμο,
απελπισμένος σέρνομαι
μέσα στον ψεύτη κόσμο.
Είναι τα ντέρτια μου πολλά,
πικρό το δάκρυ μου κυλά,
έτσι που με κατάντησαν
τι άλλο πια να πάθω,
για πάντα θα ξεκουραστώ
μες στον υγρό μου τάφο.
|
Niótho mia kurasi variá
sto sóma mu ke stin kardiá
ke de mu káni óreksi
ute na kuventiáso,
óla ta écho varethi,
thélo na ksapostáso.
Kurástika, tsakístika
de thélo pia na zíso,
as kimithó pantotiná
na min ksanaksipníso.
Me katatréksane polli
ke me potísane cholí,
ta pio megála vásana
mu fórtosan ston ómo,
apelpisménos sérnome
mésa ston psefti kósmo.
Ine ta ntértia mu pollá,
pikró to dákri mu kilá,
étsi pu me katántisan
ti állo pia na pátho,
gia pánta tha ksekurastó
mes ston igró mu táfo.
|