Σήκω, μανούλα μου γλυκιά,
και τρέξε να μ’ ανοίξεις,
το ξεγραμμένο σου παιδί
στην αγκαλιά να σφίξεις.
Άνοιξε, μάνα, άνοιξε,
δεν σου χτυπάει ξένος,
χτυπάει ο γιος σου, μάνα μου,
ο παραστρατημένος.
Σε πίκρανα, σε πλήγωσα
και γέρασες για μένα,
μα τώρα, όμως, όλα αυτά
ας είναι ξεχασμένα.
Άνοιξε, μάνα, άνοιξε
δεν σου χτυπάει ξένος,
χτυπάει ο γιος σου, μάνα μου,
ο παραστρατημένος.
Μια πόρτα ανοίγει διπλανή
και μου φωνάζει ένας:
“Σ’ αυτό το σπίτι μη χτυπάς
γιατί δε ζει κανένας!”
|
Síko, manula mu glikiá,
ke trékse na m’ aniksis,
to ksegramméno su pedí
stin agkaliá na sfíksis.
Άnikse, mána, ánikse,
den su chtipái ksénos,
chtipái o gios su, mána mu,
o parastratiménos.
Se píkrana, se plígosa
ke gérases gia ména,
ma tóra, ómos, óla aftá
as ine ksechasména.
Άnikse, mána, ánikse
den su chtipái ksénos,
chtipái o gios su, mána mu,
o parastratiménos.
Mia pórta anigi diplaní
ke mu fonázi énas:
“S’ aftó to spíti mi chtipás
giatí de zi kanénas!”
|