Δεν την πρόσεχα τα βράδια που γυρνούσε,
στο φτωχικό μου το σπιτάκι την τρελή,
ήταν γυναίκα μου η πανούργα και πουλούσε,
το κορμί της σ’άλλον, η μπαμπέσσα η πονηρή,
ήταν γυναίκα μου η πανούργα και πουλούσε,
το κορμί της σ’άλλον, η μπαμπέσσα η πονηρή.
Δεν μπορούσα να βαστάξω σαν την είδα
αγκαλιασμένη μ’ έναν άλλο στη γωνιά,
μες στη ταβέρνα μπαίνω σαν την νυχτερίδα
και μες στη τρέλα μου την πλήγωσα βαριά,
μες στη ταβέρνα μπαίνω σαν την νυχτερίδα
και μες στη τρέλα μου την πλήγωσα βαριά.
Ντροπιασμένος στη ζωή για μια μπαμπέσσα,
που μου ‘χε τάξει αγάπη αιώνια και χαρά,
γραφτό μου ήταν να την κάνω εγώ γυναίκα,
να με τυραννά και να με σέρνει στα δεσμά,
γραφτό μου ήταν να την κάνω εγώ γυναίκα,
να με τυραννά και να με σέρνει στα δεσμά.
|
Den tin prósecha ta vrádia pu girnuse,
sto ftochikó mu to spitáki tin trelí,
ítan gineka mu i panurga ke puluse,
to kormí tis s’állon, i babéssa i ponirí,
ítan gineka mu i panurga ke puluse,
to kormí tis s’állon, i babéssa i ponirí.
Den borusa na vastákso san tin ida
agkaliasméni m’ énan állo sti goniá,
mes sti tavérna beno san tin nichterída
ke mes sti tréla mu tin plígosa variá,
mes sti tavérna beno san tin nichterída
ke mes sti tréla mu tin plígosa variá.
Ntropiasménos sti zoí gia mia babéssa,
pu mu ‘che táksi agápi eónia ke chará,
graftó mu ítan na tin káno egó gineka,
na me tiranná ke na me sérni sta desmá,
graftó mu ítan na tin káno egó gineka,
na me tiranná ke na me sérni sta desmá.
|