Ήταν ο Δελαπατρίδης
γελαστός κι ευγενικός,
επαιρνότανε ο δόλιος
για τρανός πολιτικός,
για τρανός πολιτικός.
Σ’ ένα τραπέζι ανέβαινε
και τα γκουβέρνα έριχνε,
τον αγαπούσαν τα παιδιά,
γιατί είχε μιαν αγνή καρδιά.
Το φιλόπτωχο ταμείο
τονε κλείνει τον φτωχό
μέσα στο τρελοκομείο,
να του γειάνουν το μυαλό,
να του γειάνουν το μυαλό.
Δεν άντεξε τον πόνο του
κι έσβησε με τον κόσμο του,
τον κλάψαν μόνο τα παιδιά
γιατί είχε μιαν αγνή καρδιά.
|
Ήtan o Delapatrídis
gelastós ki evgenikós,
epernótane o dólios
gia tranós politikós,
gia tranós politikós.
S’ éna trapézi anévene
ke ta gkuvérna érichne,
ton agapusan ta pediá,
giatí iche mian agní kardiá.
To filóptocho tamio
tone klini ton ftochó
mésa sto trelokomio,
na tu giánun to mialó,
na tu giánun to mialó.
Den ántekse ton póno tu
ki ésvise me ton kósmo tu,
ton klápsan móno ta pediá
giatí iche mian agní kardiá.
|