Στου Ψυρρή, εψές το βράδυ,
φάγανε τον Γιακουμή,
του τη στήσαν στο σκοτάδι
και, μανδάμ η αφορμή.
Τα ζωνάρια τους απλώσαν,
το Ψυρρή επί ποδός
για τ’ αδέρφι που ξαπλώσαν
μες στην κεντρική οδός,
για τ’ αδέρφι που ξαπλώσαν
μες στην κεντρική οδός.
Έμπαινε μες στην υπόγα
για να ρίξει μια ζαριά
και μπαμπέσικα, μια φλόγα
τονε βρήκε στην καρδιά.
Τα ζωνάρια τους απλώσαν,
το Ψυρρή επί ποδός
για τ’ αδέρφι που ξαπλώσαν
μες στην κεντρική οδός,
για τ’ αδέρφι που ξαπλώσαν
μες στην κεντρική οδός.
|
Stu Psirrí, epsés to vrádi,
fágane ton Giakumí,
tu ti stísan sto skotádi
ke, mandám i aformí.
Ta zonária tus aplósan,
to Psirrí epí podós
gia t’ adérfi pu ksaplósan
mes stin kentrikí odós,
gia t’ adérfi pu ksaplósan
mes stin kentrikí odós.
Έbene mes stin ipóga
gia na ríksi mia zariá
ke babésika, mia flóga
tone vríke stin kardiá.
Ta zonária tus aplósan,
to Psirrí epí podós
gia t’ adérfi pu ksaplósan
mes stin kentrikí odós,
gia t’ adérfi pu ksaplósan
mes stin kentrikí odós.
|