Ένας είναι ο λεβέντης, ένας και ο χουβαρντάς
ένας ξεύρει να γλεντάει με σαντούρια και βιολιά
και γλεντάει τα κοριτσάκια γιατί είναι μερακλής
εύμορφος και παλικάρι και καλός και παραλής.
Αχ, αχ, αν τον βρείτε ποιος,
αχ, αχ ποιος να είναι αυτός;
Όταν ξεύρει να γλεντήσει
κι έχει μια χρυσή καρδιά
και το κέφι να σκορπίσει,
είν’ ο Γιάννης βρε παιδιά.
Αχ, αχ Γιαννάκη μερακλή,
αχ, αχ μάγκα μου σεβνταλή.
Αχ να μου ζήσουν οι Γιάννηδες
|
Έnas ine o levéntis, énas ke o chuvarntás
énas ksevri na glentái me santuria ke violiá
ke glentái ta koritsákia giatí ine meraklís
evmorfos ke palikári ke kalós ke paralís.
Ach, ach, an ton vrite pios,
ach, ach pios na ine aftós;
Όtan ksevri na glentísi
ki échi mia chrisí kardiá
ke to kéfi na skorpísi,
in’ o Giánnis vre pediá.
Ach, ach Giannáki meraklí,
ach, ach mágka mu sevntalí.
Ach na mu zísun i Giánnides
|